- σύγκωμος
- ό, ἡ, Ααυτός που μετέχει σε κώμο* μαζί με άλλον («σύγκωμος Διονύσῳ», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -κωμος (< κῶμος «διασκέδαση, εορτή»), πρβλ. ἐπί-κωμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύγκωμος — partner in a masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύγκωμον — σύγκωμος partner in a masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώμος — Αρχαιοελληνική γιορτή με μουσική και χορούς. Πολλές φορές μετά τα συμπόσια οι καλεσμένοι έβγαιναν στους δρόμους με λαμπάδες και στεφάνια και έκαναν παρέλαση τραγουδώντας με τη συνοδεία μουσικής. Αργότερα, οργανώνονταν κ. για να τιμηθούν ορισμένοι … Dictionary of Greek
συγκωμαστής — ὁ, Μ [συγκωμάζω] σύγκωμος* … Dictionary of Greek
ξύγκωμε — σύγκωμε , σύγκωμος partner in a masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)